- φαίνομαι
- φάνηκα1. είμαι ή γίνομαι ορατός, γίνομαι θεατός, διακρίνομαι: Από εδώ φαίνεται η θάλασσα.2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, κάνω την εμφάνισή μου: Άργησε, δε φάνηκε ακόμη.3. εκδηλώνομαι, δείχνομαι, προμηνύομαι: Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί.4. είμαι κατά τα φαινόμενα, νομίζομαι, θεωρούμαι: Η γυναίκα δεν πρέπει μόνο να είναι καλή, αλλά και να φαίνεται.5. απρόσ., φαίνεται συμπεραίνεται: Φαίνεται ότι θα χιονίσει.6. με γεν. προσωπική αντων., νομίζω, έχω τη γνώμη: Μου φαίνεται ότι είμαι άρρωστος.7. το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ., φαινόμενο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.